Bonjour mon ami!

Είναι τόσο δύσκολο να περιγράψω με μια λέξη αυτήν την πόλη. Βδομάδες αφότου επιστρέψαμε, κάθε φορά στην ερώτηση “Γυρίσατε?”, απαντάω πάντα “Όχι, είμαι ακόμη εκεί!”. Δεν το λέω ειρωνικά, έτσι είναι. Είμαι ακόμα εκεί και θα μείνω για πάντα. Δεν υπάρχει στιγμή της ημέρας που να μην το σκέφτομαι. Άσε που το βλέπω παντού. Από ταινίες μέχρι παπλώματα! Λες και το κάνουν επίτηδες ένα πράγμα, για να με κάνουν να πάρω την πρώτη πτήση και να βρεθώ ξανά εκεί. Δεν το έχω πάθει ξανά με άλλο προορισμό τόσο πολύ, μέχρι τώρα. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Έτσι εξηγείται γιατί θεωρείται και η πόλη του έρωτα.

“Ένα μάτσο παλιοσίδερα”

Είχαμε ακούσει πολλά για το Παρίσι, μερικά από τα οποία δεν ήταν και πολύ ευχάριστα. Ότι είναι από τις πιο βρώμικες ευρωπαϊκές πόλεις, ότι η πλειοψηφία των Παριζιάνων είναι αγενείς, ότι υπάρχουν παντού τουρίστες και νιώθεις ασφυκτικά, ότι είναι πανάκριβα χωρίς λόγο και ότι γίνεται πολύς ντόρος για το τίποτα, γι’ αυτόν μωρέ.. πώς τον λένε.. αυτοοοον τον ένα μάτσο παλιοσίδερα πύργο; Ναι βρε τον Άιφελ. (Ας ξυπνούσα κάθε πρωί, να τον έβλεπα πίνοντας το καφεδάκι μου και ας είναι από “παλιοσίδερα”.) Όλα αυτά με είχαν ανησυχήσει λίγο.

Μάλλον, όμως, σε άλλο Παρίσι προσγειωθήκαμε. Για την ακρίβεια προσγειωθήκαμε στο Μπωβαί, από όπου νοικιάσαμε το αυτοκίνητό μας, όχι και τόσο καλή επιλογή. Δεν είναι μακριά από το Παρίσι, περίπου μια ώρα αν δεν έχει κίνηση. Το αυτοκίνητο το θέλαμε κυρίως για τις εκδρομές εκτός Παρισιού. Για μέσα στην πόλη χρησιμοποιούσαμε τα ΜΜΜ και ποδήλατα. Πολύ εύχρηστοι και εύκολοι τρόποι μετακίνησης και οι δυο.

Η μέρα μας ξεκινούσε και τελείωνε στο παριζιάνικο διαμέρισμα, που βρισκόταν στην πιο όμορφη περιοχή της πόλης, στη ρομαντική Μονμάρτη. Μια περιοχή που θα λέγαμε ότι σε βάζει κατευθείαν σε παριζιάνικο μουντ. Σε μια από τις γραφικές τις γειτονιές λοιπόν ξυπνούσαμε κάθε πρωί, παίρναμε το πρωινό μας και αρχίζαμε, χωρίς να χάσουμε χρόνο, την εξερεύνηση.

“Η πανδαισία χρωμάτων”

Το Παρίσι είναι μια μεγάλη πόλη. Έχεις τόσα να δεις και άλλα τόσα να κάνεις, που οι ώρες σου γεμίζουν πολύ εύκολα και ευχάριστα. Έτσι και εμείς, μπήκαμε-βγήκαμε σε μουσεία, ανεβοκατεβήκαμε σε αξιοθέατα, περιμέναμε σε ουρές, βγάλαμε τις κλασικές φωτογραφίες, φάγαμε τις γκουρμεδιές και τα γλυκάκια μας, ήπιαμε τα γαλλικά κρασάκια μας, περπατήσαμε πάνω-κάτω σε δρόμους και γειτονιές, βολτάραμε στις όχθες του Σηκουάνα και τελικά, χαλαρώσαμε στα πάρκα (σε κάθε ένα που βρίσκαμε για την ακρίβεια). Μ’ αυτά και μ’ αυτά μπήκαμε, έστω και για λίγο, στην καθημερινή ζωή των Παριζιάνων και κλέψαμε κάτι από το στυλ και τις συνήθειες τους!

Σε όλα αυτά βοήθησε βέβαια και ο καιρός. Οι μέρες που μας έκανε ήταν απλά υπέροχες. Ηλιόλουστες, ζεστές φθινοπωρινές, χωρίς καθόλου βροχή. Τι άλλο να ζητήσει κάποιος; Έτσι κάπως καταλήξαμε ότι η καλύτερη εποχή να επισκεφτείς το Παρίσι, είναι στις αρχές με μέσα φθινοπώρου. Η πανδαισία χρωμάτων σε συνδυασμό με το γλυκό φως σε παρασέρνουν και μπορούν να σε κάνουν απλά να χαζεύεις καθετί μέσα σε αυτή την πόλη. Υπήρχαν στιγμές που απλά καθόμασταν και βλέπαμε τριγύρω, χωρίς ουσιαστικά να βλέπουμε κάτι σημαντικό ή συγκεκριμένο, και όμως νιώθαμε τόσο “ γεμάτοι”. Νομίζω ότι ήταν και οι ωραιότερες στιγμές του ταξιδιού.

“Τι κρουασάν είναι αυτά..”

Αυτό που θα μου μείνει επίσης από το Παρίσι είναι οι Παριζιάνοι, η κουλτούρα, η προθυμία, η ευγένεια, το στυλ και οι συνήθειές τους. Μάλλον είναι και ο κυριότερος λόγος που μας κάνει να θέλουμε να ζήσουμε κάποια στιγμή εκεί. Δε συναντήσαμε άνθρωπο που να μην είναι πρόθυμος να μας βοηθήσει, να μην απαντήσει στο Bonjour με ένα πλατύ χαμόγελο ή να μας σερβίρει τον καφέ ή το φαγητό χωρίς ένα Bon appetite! Όλοι καλοντυμένοι, με προσεγμένη σιλουέτα από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. Όσον αφορά την κουλτούρα τους, απλά ζηλεύουμε. Η παιδεία που έχουν και ο σεβασμός προς τον συνάνθρωπο είναι αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των Παριζιάνων. Συμφωνώ ότι έχουν τις κατάλληλες υποδομές, αλλά έχουν κυρίως τη θέληση και τις αξίες.

Επίσης έχουν φοβερή κουζίνα. Πάλι καλά που περπατούσαμε και πήραμε και δυο μέρες ποδήλατα, γιατί αλλιώς θα γυρνούσαμε διπλοί. Η κάθε μέρα ξεκινούσε με ένα καλό πρωινό. Τι κρουασάν είναι αυτά.. τι Quiche Lorraine (Κις Λορέν) .. τι φρεσκοψημένες μπαγκετούλες.. παράδεισος για το Ελενάκι. Συνεχίζαμε πάντα με ένα καφεδάκι, μία σοκολάτα, ή ακόμα καλύτερα με έναν καφέ γκουρμαν. Το δείπνο μας περιελάμβανε μύδια αχνιστά, πάπια, συκώτι, ποικιλίες με αλλαντικά και τυριά συνοδευόμενα πάντα με ένα ποτήρι λευκό ή κόκκινο κρασί. Γλυκά από macaron και εκλέρ μέχρι μιλφέιγ και κρεμ μπρουλε, που όμοια δεν έχουμε ξαναφάει. Η βραδιά έκλεινε με την αγαπημένη μπύρα του Νίκου στο αγαπημένο μας στέκι. Όπου καθίσαμε, ό,τι και να φάγαμε ή να ήπιαμε ήταν όλα ποιοτικά, φρέσκα και πεντανόστιμα. Γι’ αυτό άλλωστε όλα τα μαγαζιά είχαν πάντα κόσμο και δεν εννοώ τουρίστες. Παρόλα αυτά ήταν ακριβά, ναι ήταν ακριβά.

Πέντε μέρες, για εμάς τουλάχιστον, δεν ήταν αρκετές αλλά είχαμε κανονίσει να πάμε στις Βερσαλλίες και τουρ στη Νορμανδία. Αλλιώς θα καθόμασταν μια βδομάδα σίγουρα. Οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις μας όμως πολλές. Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι θα ξαναπάμε είτε για ένα μικρό ταξιδάκι, είτε για να μείνουμε μόνιμα! Με αυτήν τη σκέψη και ένα “à bientôt” αποχαιρετήσαμε το Παρίσι και πήραμε την πτήση για Θεσσαλονίκη…